- λιθόδενδρον
- λιθόδενδρονbranching coralneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CORALLIUM — recentioribus Graecis Κοράλλιον, antiquioribus Κουράλιον. Dionys. Πάντα γὰρ λίθος ἐςτὶν ἐρυθροῦ κουραλίοιο. Unde et Ovid. l. 15. Met. v. 416. Sic et Curalium, quô primum contigit auras Tempore durescit. λιθόδενδρον est, i. e. arbustum seu frutex… … Hofmann J. Lexicon universale
δένδρο — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 650 μ., 94 κάτ.) του νομού Κορινθίας. Βρίσκεται στο βορειοδυτικό τμήμα του νομού, 58 χλμ. ΒΔ της Κορίνθου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ξυλοκάστρου. * * * και δέντρο, το (AM δένδρον Α και δένδρος, δένδρεον, δένδρειον)… … Dictionary of Greek
λιθόδενδρο — το (Α λιθόδενδρον) δενδροειδές κοράλλι … Dictionary of Greek